προτρύγαιοι

προτρύγαιοι
προτρύγαιος
presiding over the vintage
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προτρύγαιος — ον, Α 1. (προσωνυμία κυρίως τού Διονύσου αλλά και άλλων θεών) ο προϊστάμενος τού τρυγητού ή ο προστάτης τού τρύγου (α. «ἑορτὴ Διονύσου προτρυγαίου», Αχιλλ. Τάτ. β. «προτρύγαιοι θεοί», Πολυδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτρύγαια γιορτή τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”